Σκοτεινά μαγαζιά και κουζίνες - φαντάσματα

Τα «dark stores» και τα eHUB πολλαπλασιάστηκαν εν μέσω πανδημίας και αποτελούν τη μετεξέλιξη των κέντρων logistics (αποθήκευσης - μεταφοράς) σε πλήρη, αν και μη επισκέψιμα, καταστήματα, ως μίνι σταθμοί τροφοδοσίας για τις πλατφόρμες ντελίβερι, ή σε μεγαλύτερες εγκαταστάσεις, εξυπηρετώντας το ψηφιακό κανάλι των μεγάλων αλυσίδων λιανεμπορίου. 

Τα αποκαλούν «dark stores», σκοτεινά καταστήματα, επειδή δεν έχουν βιτρίνες και πελάτες. Λειτουργούν είτε εντός του αστικού ιστού ως μίνι σταθμοί τροφοδοσίας για τις πλατφόρμες ντελίβερι είτε στις παρυφές των πόλεων, σε μεγαλύτερες εγκαταστάσεις, εξυπηρετώντας το ψηφιακό κανάλι των μεγάλων αλυσίδων λιανεμπορίου. Στην Ελλάδα είναι φαινόμενο της τελευταίας διετίας, πολλαπλασιάστηκαν εν μέσω πανδημίας και αποτελούν τη μετεξέλιξη των κέντρων logistics (αποθήκευσης-μεταφοράς) σε πλήρη, αν και μη επισκέψιμα καταστήματα. Στο εξωτερικό, τα dark stores έχουν ιστορία τουλάχιστον μιας δεκαετίας, ενώ ορισμένα διαθέτουν υπηρεσίες click and collect, που μπορεί ο πελάτης να παραλάβει την παραγγελία του έτοιμη. 

Πρωτοπόροι στα dark stores στην Ελλάδα είναι από τη μία οι μεγάλοι όμιλοι, όπως ο Σκλαβενίτης, από την άλλη οι ψηφιακές υπηρεσίες ταχείας παράδοσης αγαθών, που πολλαπλασιάζονται σταθερά, με τις πλατφόρμες διανομής έτοιμου φαγητού, όπως οι efood και wolt, να αποκτούν τα δικά τους ψηφιακά σούπερ μάρκετ. Ο γερμανικός όμιλος Delivery Hero, στον οποίο ανήκει η efood, αποκτά ηγεμονική θέση, αφού μετά την εξαγορά των instashop (ελληνική start-up με έδρα το Ντουμπάι), ολοκληρώθηκε φέτος η εξαγορά του δικτύου kioskys και e-kioskys, του ομίλου Μούχαλη, με περισσότερα από 40 dark stores, 400 convenience stores (μίνι μάρκετ) και συνεργασία με χιλιάδες σημεία πώλησης μικρής λιανικής. Στην αγορά μπαίνουν νέοι παίκτες, όπως η pop market και προσφάτως η rabbit, υποσχόμενοι «ψώνια στην πόρτα σου σε 15 λεπτά», ενώ δεν λείπουν οι αποχωρήσεις. «Ξαδελφάκι» των dark stores είναι οι ghost kitchens, οι κουζίνες-φαντάσματα, χωρίς καθήμενους πελάτες, που εμφανίζονται δυναμικά και στη χώρα μας. Η αλόγιστη επέκταση των «σκοτεινών» μαγαζιών και εστιατορίων αρχίζει να αποτελεί πονοκέφαλο για πολλές ευρωπαϊκές πόλεις, με το Παρίσι, τη Βαρκελώνη, τη Μαδρίτη και το Αμστερνταμ, μεταξύ άλλων, να καλούν για αυστηροποίηση της νομοθεσίας, είτε αναστέλλοντας τη λειτουργία dark stores είτε βάζοντας όρια στον αριθμό τους. 

Ο καθηγητής Γιώργος Δουκίδης, διευθυντής του Εργαστηρίου Ηλεκτρονικού Εμπορίου και Ηλεκτρονικού Επιχειρείν (ELTRUN) του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών, εξηγεί στην «Εφ.Συν.» τo πώς τα dark stores δεν είναι απλώς «έξυπνες αποθήκες», αλλά μέρος της ραγδαία αναπτυσσόμενης αλυσίδας του quick commerce. «Το μοντέλο quick commerce, που τώρα έρχεται στην Ελλάδα, εφαρμόστηκε πρώτα με επιτυχία σε χώρες με μεγάλες αγορές ηλεκτρονικού εμπορίου αλλά και στην Κωνσταντινούπολη, εδώ και αρκετά χρόνια. Είχαν φτάσει στο σημείο να εξυπηρετούν παραγγελίες σε 15 λεπτά μάξιμουμ, σε μια πόλη με πολύ δύσκολη γεωγραφία. Αν σκεφτούμε ότι και στην Αθήνα οι μεταφορικές και συγκοινωνιακές υποδομές παρουσιάζουν δυσκολίες, το σημαντικό είναι να τοποθετήσεις σε κομβικούς χώρους τα dark stores και να οργανώσεις με έξυπνο τρόπο την εκτέλεση παραγγελιών, σε σύνδεση με τους μεταφορείς, ώστε να επιτυγχάνεις την ταχύτερη και βέλτιστη εξυπηρέτηση πελατών, χωρίς όμως να μπαίνεις μέσα οικονομικά. 

Δεν είναι καθόλου απλό, απαιτεί προχωρημένo μαθηματικό σχεδιασμό, με αλγόριθμους, χρήση εργαλείων τεχνητής νοημοσύνης, big data και είναι ιδιαίτερα κοστοβόρο». Ο κ. Δουκίδης επισημαίνει ότι «υπάρχει διεθνώς η τάση οι επιχειρήσεις που έχουν επενδύσει σε πλατφόρμες quick commerce να πιέζονται πλέον για κερδοφορία. Οι εταιρείες ηλεκτρονικού εμπορίου πρέπει να βρουν την κατάλληλη ισορροπία έξυπνης οργάνωσης, ανάπτυξης και κερδοφορίας, γιατί παράλληλα αυξάνεται σημαντικά το λειτουργικό τους κόστος. Για τις αλυσίδες λιανεμπορίου, τα σούπερ μάρκετ, είναι πιθανόν πιο εύκολο να επωμιστούν το κόστος, γιατί αξιοποιούν τις υπάρχουσες υποδομές τους και την κερδοφορία από το φυσικό δίκτυο για να επενδύσουν στο ηλεκτρονικό κομμάτι». 

Σύμφωνα με τις έρευνες του εργαστηρίου ELTRUN, ο τζίρος του ηλεκτρονικού εμπορίου Β2C (από την επιχείρηση στον πελάτη) στην Ελλάδα αναμένεται φέτος να διαμορφωθεί περίπου στα 15 δισ. ευρώ, ενώ βασικός ανασταλτικός παράγοντας για την ανάπτυξή του παραμένουν τα υψηλά μεταφορικά έξοδα. Μονόδρομος για τις μικρότερες επιχειρήσεις είναι οι συνεργασίες μεταξύ τους ή με μεγάλους διακινητές-πλατφόρμες. Μια τάση που αναμένεται να ενισχυθεί είναι η μετατροπή των υπηρεσιών διαμεσολάβησης σε συνολικές υπηρεσίες διακίνησης-marketplaces, όπως έχει γίνει με το skroutz.gr. Η δύναμη ελέγχου της αγοράς που αποκτούν οι μεγάλες πλατφόρμες εγείρει ζητήματα για τον ανταγωνισμό, πρόβλημα που θίγει και η Επιτροπή Ανταγωνισμού στην τελευταία της έκθεση για το ηλεκτρονικό εμπόριο. 

Yψηλό κόστος για τα ηλεκτρονικά σούπερ μάρκετ έχει και το λεγόμενο picking, η διαλογή του καλαθιού, διαδικασία που στο φυσικό κατάστημα επωμίζεται ο ίδιος ο καταναλωτής. Τo επιτυχημένο μοντέλο quick commerce της Κωνσταντινούπολης περιορίζεται σε 2.000-2.500 κωδικούς, όσο ένα μεγάλο περίπτερο. Οσο προστίθενται νέοι κωδικοί τόσο πιο σύνθετη γίνεται η διαδικασία του picking και το dark store επεκτείνεται σε ehub, που είναι παράλληλα «κλειστή» αγορά και κέντρο logistics, με αυτοματοποιημένους τρόπους συλλογής και πακεταρίσματος των παραγγελιών. 

Aναβαθμισμένο ρόλο στο ηλεκτρονικό εμπόριο ειδών σούπερ μάρκετ, σύμφωνα με τον κ. Δουκίδη, αναμένεται να παίξουν οι εταιρείες third party logistics, που έχουν σχετική τεχνογνωσία αφού παρέχουν εδώ και χρόνια υπηρεσίες υποστήριξης, αποθήκευσης και διανομής προϊόντων για εξωτερικούς πελάτες. Mπορούμε να μιλήσουμε στην Ελλάδα για «αμαζονοποίηση» του εμπορίου, στα πρότυπα των μεγάλων αποθηκών της πολυεθνικής Αmazon; «Στην Ελλάδα δύσκολα, καθώς αποτελεί μια μικρή αγορά ακόμη για το ηλεκτρονικό εμπόριο σε σύγκριση με το εξωτερικό και έχει δύσκολη γεωγραφία. Ομως είναι ένα φαινόμενο που μπορεί να το δούμε συνολικά για την ευρύτερη αγορά των Βαλκανίων. Μην εκπλαγείτε αν στηθεί μια τέτοια μεγάλη αποθήκη-ehub στα βόρεια σύνορά μας, που να μην εξυπηρετεί μόνο τα 10 εκατομμύρια των Ελλήνων, αλλά τα 60 εκατομμύρια των Βαλκανίων», καταλήγει ο κ. Δουκίδης. 


Οι «αόρατες» κουζίνες που ήρθαν για να μείνουν   

Από τον περασμένο Μάιο και για περίπου τρεις μήνες, ο 30χρονος Μιχάλης επισκεπτόταν καθημερινά τον δεύτερο όροφο μιας πολυκατοικίας στον Νέο Κόσμο. Ενα φαινομενικά αδιάφορο οροφοδιαμέρισμα όπου τίποτα δεν υποδείκνυε πως οκτώ άτομα εργάζονταν για ώρες πυρετωδώς πάνω από υπερχειλισμένες κατσαρόλες, κρεπιέρες και λάντζες. Το κατάστημα δεν διέθετε ούτε ταμπέλα ούτε σάλα ούτε τραπεζοκαθίσματα, πουλούσε όμως από ψαρόσουπες μέχρι ογκρατέν λαχανικών κι από πίτσες μέχρι νουντλς -προμήθευε άλλωστε με πιάτα δυο διαφορετικά καταστήματα. 

Αυτά τα οκτώ άτομα αποτελούσαν για μήνες το εργατικό δυναμικό μιας «κουζίνας-φάντασμα», ενός νέου επιχειρηματικού μοντέλου που δεν θα μπορούσε να λειτουργήσει χωρίς τη δυναμική του e-commerce. «Ηταν στην ουσία ένας χώρος μέσα από τον οποίο έβγαιναν σε συσκευασίες μπέργκερ, ιταλικό, μαγειρευτά, ακόμη και vegan κουζίνα». Για τον Μιχάλη, με εμπειρία στον χώρο της εστίασης, ήταν η πρώτη φορά που εργαζόταν σε μια επιχείρηση χωρίς δικό της πελατολόγιο, με μόνη επαφή του τους διανομείς που έκαναν την παράδοση σε σπίτια της περιοχής. Τις κουζίνες αυτές θα τις συναντήσει κανείς με πολλά ονόματα. Είτε virtual είτε cloud είτε dark ή ghost kitchens, όλες περιγράφουν την ίδια βασική συνθήκη: είναι ψηφιακά εστιατόρια με γεύματα που πουλούν σχεδόν αποκλειστικά μέσω ντελίβερι, χωρίς να έχουν την παραδοσιακή μορφή του φυσικού καταστήματος με τραπεζοκαθίσματα και υπηρεσία σέρβις. 

Οι «κουζίνες-φαντάσματα» είναι στην πραγματικότητα όρος-ομπρέλα κάτω από τον οποίο λειτουργούν παρεμφερή μοντέλα νέων τρόπων παρασκευής και διανομής φαγητού: μπορεί να λειτουργούν σε ένα παραδοσιακό κατάστημα εστίασης με μια δεύτερη κουζίνα της ίδιας ή άλλης επιχείρησης και άλλου είδους φαγητό, η οποία λειτουργεί μόνο με ντελίβερι. Μπορεί να πρόκειται για κουζίνα από όπου ο πελάτης μπορεί να πάρει το φαγητό του σε πακέτο ή μπορεί σε μία εγκατάσταση να συνυπάρχουν πολλές επιχειρήσεις που χρησιμοποιούν την ίδια κουζίνα για μείωση του λειτουργικού κόστους. 

Πρωτοεμφανίστηκαν στα μέσα της προηγούμενης δεκαετίας, στην απέναντι πλευρά του Ατλαντικού, για να ξεπηδήσουν στην Ευρώπη λίγο καιρό αργότερα, ενώ στην Ελλάδα εμφανίστηκαν μετά το 2020. Κουζίνες μόνο για take-away προϋπήρχαν, όμως ήταν τέτοια η ορμή με την οποία το λόκνταουν άλλαξε τον τομέα της εστίασης και της τροφοδιανομής, που θεωρήθηκε από πολλούς μια έξυπνη επιχειρηματική δραστηριότητα που θα εκμεταλλευόταν την ακμάζουσα «οικονομία των apps» και των πλατφορμών ντελίβερι και θα περιόριζε και τα κόστη ενός παραδοσιακού εστιατορίου. 

Το πρώτο βήμα έκαναν μεγάλες εταιρείες-αλυσίδες όπως ο Ομιλος Βενέτη, για να ακολουθήσουν και μικρότερες επιχειρήσεις. «Είναι μια τάση που συνεχώς μεγαλώνει και τη λαμβάνουμε σοβαρά υπόψη προσπαθώντας να την αξιολογήσουμε. Η φιλοσοφία ξεκίνησε από τα dark markets και σταδιακά επεκτάθηκε στην εστίαση», σημειώνει ο Γιάννης Λιάρος, γενικός διευθυντής της Ελληνικής Ενωσης Επιχειρήσεων Οργανωμένης Εστίασης. Αν και είναι νωρίς για να χαρτογραφηθούν η δυναμική και τα χαρακτηριστικά τους, φαίνεται πως είναι υπολογίσιμη δύναμη στην αγορά της εστίασης: «Η πανδημία συντέλεσε καταλυτικά, γιατί ο κόσμος έχει εξοικειωθεί με τις πλατφόρμες, ενώ ταυτόχρονα οι ghost kitchens αξιοποιoύν τη δυναμική του ντελίβερι που έχει έρθει για να μείνει. Ακόμη και αν του Ελληνα του αρέσει το "έξω", είναι εμφανής η τάση μετατόπισης του κόσμου στο σπίτι και μετά το 2020 πολλοί επιχειρηματίες επένδυσαν στις ghost kitchens, βασίζοντας μάλιστα το δικό τους μάρκετινγκ σε αυτό», υπογραμμίζει. Και εξηγεί: «Ολοένα περισσότερες επιχειρήσεις προσανατολίζονται σταδιακά σε αυτό το μοντέλο τροφοδοσίας, γιατί μεγαλώνει η γκάμα των προϊόντων που προσφέρεις, χωρίς να χρειάζεται να την υποστηρίξεις με μεγάλο χώρο». 


«Απαραίτητες οι δικλίδες ασφαλείας» 

Απειλούν αυτά τα νέα μοντέλα καταστημάτων την παραδοσιακή εστίαση; Ρωτήσαμε τον πρόεδρο της Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Εστιατορικών και Συναφών Επαγγελμάτων και πρόεδρο της ΓΣΕΒΕΕ,

και γιατί πολλαπλασιάζονταν σε ανεξέλεγκτο βαθμό εντός του αστικού ιστού. 


«Σκοτεινά μαγαζιά», αόρατοι εργαζόμενοι 

Η «Εφ.Συν.», επιχειρώντας να χαρτογραφήσει τον χώρο των dark stores, απευθύνθηκε σε μεγάλες επιχειρήσεις, σούπερ μάρκετ και ψηφιακές πλατφόρμες, με συγκεκριμένα ερωτήματα -πόσες είναι οι εγκαταστάσεις dark stores, πώς λειτουργούν και σε τι αποσκοπούν. Οι απαντήσεις που έφτασαν ήταν από λακωνικές μέχρι μακροσκελείς, ενώ η πλατφόρμα με τα περισσότερα dark stores, η efood, αρνήθηκε να απαντήσει. Ο μεγαλύτερος παίκτης της αγοράς, ο Σκλαβενίτης, διαθέτει τέσσερα ehubs, τρία στην Αττική (Πέτρου Ράλλη, Γέρακα και Κηφισιά) και ένα στην Πυλαία της Θεσσαλονίκης. «Πρόκειται για εγκαταστάσεις αρκετών τετραγωνικά μέτρων, οι οποίες συμβάλλουν στην ομαλή εξυπηρέτηση των online παραγγελιών που πραγματοποιούνται μέσω του Σκλαβενίτης eMarket, το οποίο σήμερα λειτουργεί σε Αττική, Θεσσαλονίκη, Πάτρα και Λάρισα», σημειώνει επιγραμματικά. 

Ο όμιλος σούπερ μάρκετ Μασούτη έθεσε σε λειτουργία το πρώτο του dark store τον περασμένο Αύγουστο, στη Μεταμόρφωση Αττικής, με ακτίνα κάλυψης την Κεντρική και Βόρεια Αττική. «Εκτείνεται σε 2.000 τ.μ. και απασχολεί 65 άτομα προσωπικό με προοπτικές συνεχούς ανάπτυξης. Διαθέτει κωδικολόγιο 18.000 προϊόντων σε πλήρη γκάμα των κατηγοριών της “Μασούτης” (...). Εφαρμόζει τις πιο καινοτόμες τεχνολογικές υπηρεσίες της εταιρείας και νέες λειτουργικότητες, όπως εξειδικευμένη ροή στην περισυλλογή της παραγγελίας (picking), ζυγούς στα τμήματα φρέσκων για πρόωρη εκτέλεση των παραγγελιών προς αύξηση της παραγωγικότητας κι εξάλειψη αναμονών από τους pickers με σκοπό εξυπηρέτηση περισσότερων παραγγελιών στον ίδιο χρόνο (...), αυτοματοποιημένη ηλεκτρονική ενημέρωση του πελάτη σε όλα τα στάδια εκτέλεσης της παραγγελίας του, ψυχόμενα αυτοκίνητα συνδυαστικά με επιπλέον εξοπλισμό συσκευασίας για διασφάλιση της αλυσίδας ψύξης των ευπαθών προϊόντων», σημειώνει η εταιρεία. 

Η Wolt Market, που ξεκίνησε τον Απρίλιο του 2021 ως προέκταση της Wolt που διανέμει φαγητό, διαθέτει 10 dark stores σε Αθήνα, Θεσσαλονίκη και Πάτρα. «Οι πελάτες της Wolt Market μπορούν να προμηθεύονται όλες τις ημέρες της εβδομάδας, από τις 8.00 έως τις 24.00, εντός περίπου 30 λεπτών τα εβδομαδιαία ψώνια του σούπερ μάρκετ», υποστηρίζει η εταιρεία, που διαθέτει ψηφιακό σούπερ μάρκετ με 4.000 κωδικούς, που εμπλουτίζονται. Νεοεμφανιζόμενος παίκτης στο q-commerce είναι η Rabbit, που δραστηριοποιείται από τον Απρίλιο του 2022, με τέσσερα dark stores στην Αττική, με μότο την αποστολή προϊόντων «στο τσακ μπαμ». Διαθέτει πάνω από 3.000 κωδικούς, παραδίδει με δική της ομάδα διανομέων «Δευτέρα έως Κυριακή, 8 το πρωί έως τα μεσάνυχτα, στην πόρτα των καταναλωτών, φρέσκα και ποιοτικά προϊόντα, με ταχύτητα και κυρίως με συνέπεια και ευγένεια», δηλώνει η εταιρεία στην απάντησή της. 

«Οραμα των ανθρώπων του Rabbit είναι να φέρουν μια νέα πρόταση και έναν αέρα φρεσκάδας και καινοτομίας στον κλάδο του q-commerce, συνδυάζοντας τις ολοκληρωμένες υπηρεσίες online market με τις αξίες και τις σύγχρονες ανάγκες των καταναλωτών που ζουν σε πυκνοκατοικημένα αστικά κέντρα, όπως αυτό της Αθήνας, περνούν μεγάλο μέρος της ημέρας τους online και είναι εξοικειωμένοι με τις διαδικτυακές αγορές», καταλήγει η start-up, που σκοπεύει να επεκταθεί σε άλλες πόλεις της Ελλάδας και στο εξωτερικό. 

Πίσω από το εταιρικό όραμα κρύβεται μια σκληρή εργασιακή πραγματικότητα, με τους pickers, τους εργαζομένους των dark stores, αλλά και τους οδηγούς-διανομείς να δουλεύουν σε συνθήκες ακραίας εντατικοποίησης. Τις «συνθήκες γαλέρας» που επικρατούν στα dark stores έχει καταγγείλει ο Σύλλογος Εμποροϋπαλλήλων Αθήνας, με πιο πρόσφατη την παρέμβασή του στα γραφεία της VSF Logistics -της μητρικής εταιρείας του ηλεκτρονικού σουπερμάρκετ e-fresh- μετά τον θάνατο 38χρονου εργαζομένου σε αποθήκη ηλεκτρονικού εμπορίου στο Μενίδι τον Οκτώβριο. 

«Μπορεί να υπάρχουν αυτοματοποιημένα συστήματα, όμως ο εργαζόμενος δουλεύει χωρίς να παίρνει ανάσα, χρονομετρείται μέχρι και στο δευτερόλεπτο, πόσο γρήγορα εκτελεί τα καθήκοντά του, από τη στιγμή που θα πάρει την παραγγελία μέχρι να τη βάλει στο φορτηγάκι», μας λέει η Ντίνα Γκογκάκη, πρόεδρος του Συλλόγου Εμποροϋπαλλήλων. Η ίδια περιγράφει ένα σύνθετο ψηφιακό πλέγμα επιτήρησης, με φορετές οθόνες και smart watch-χρονόμετρα, ακουστικά στα αυτιά που κατευθύνουν τον picker στους διαδρόμους και στα ράφια του σκοτεινού καταστήματος που «μόνο σκοτεινό δεν είναι, αντίθετα έχει έντονο τεχνητό φωτισμό, χάνεις την αίσθηση του φυσικού χρόνου, ενώ δεν έχεις καμία επαφή με τον έξω κόσμο». 

Ο Βασίλης Στύλος, πρόεδρος του επιχειρησιακού σωματείου της efood, επισημαίνει τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι οδηγοί δικύκλου που παραλαμβάνουν εμπορεύματα από dark stores και καταστήματα λιανικής. «Είναι τέτοια το πλήθος και η ποικιλία των αντικειμένων που μεταφέρουμε, που εγείρονται θέματα ασφάλειας, ακόμα και δημόσιας υγείας», μας λέει. «Μπορεί να κουβαλήσω μια γλάστρα από ανθοπωλείο και μετά στο ίδιο κουτί να μεταφέρω κρέας, από τη μία άκρη της πόλης στην άλλη», σημειώνει. «Το πλαστικό κουτί κακώς υπάρχει στο όχημα, αφού το καθιστά διαφορετικό όχημα και όχι δίκυκλο. Κανονικά θα έπρεπε οι εταιρείες να διαθέτουν μεταφορικό στόλο με βαν, κατάλληλα για μεταφορά ευπαθών προϊόντων. Ομως γιατί να επενδύσουν εκεί, αφού υπάρχουν τα κορόιδα με τα μηχανάκια που δουλεύουν και ως free-lancers και η εταιρεία δεν βάζει καν δικά της οχήματα;», ρωτάει ρητορικά, επισημαίνοντας ότι η efood μετράει φέτος τρεις νεκρούς διανομείς. 

Πλέον μία στις δυο παραγγελίες της πλατφόρμας αφορά είδη λιανικής πώλησης, ενώ η εξαγορά του δικτύου των kiosky's έχει πολλαπλασιάσει τον όγκο των διακινούμενων προϊόντων και τις αποστάσεις. Το σωματείο της efood έχει απευθυνθεί στα υπουργεία Υποδομών και Εργασίας, θέτοντας ερώτημα για τη νομιμότητα του κουτιού μεταφοράς, που είναι ελληνική πρωτοτυπία, αφού σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες οι στόλοι των ντελίβερι φοράνε σακίδια πλάτης, χωρίς να έχει υπάρξει μέχρι στιγμής ανταπόκριση. Ο πρόεδρος του σωματείου επιμένει ότι είναι ανεξέλεγκτο το καθεστώς λειτουργίας των dark stores, με τους pickers, χαμηλόμισθο προσωπικό που ανανεώνεται διαρκώς, να είναι τα κρυφά ανθρώπινα γρανάζια στην αλυσίδα κερδοφορίας του γρήγορου ψηφιακού εμπορίου. 

Εύα Παπαδοπούλου, Αφροδίτη Τζιαντζή 

Το παραπάνω άρθρο διαβάσαμε στην εφημερίδα των συντακτών